Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η πρασινάδα

См. также в других словарях:

  • πρασινάδα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σίλλης. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2… …   Dictionary of Greek

  • πρασινάδα — η 1. χρώμα του πράσινου: Κι η περηφάνια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα (Βαλαωρίτης). 2. χλόη, χορτάρι, γρασίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… …   Dictionary of Greek

  • Prasinada (Xanthi), Greece — Prasinada ( el. Πρασινάδα) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece …   Wikipedia

  • κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας …   Dictionary of Greek

  • πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… …   Dictionary of Greek

  • χλοερότητα — η / χλοερότης, ότητος, ΝΜΑ [χλοερός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού χλοερού νεοελλ. πρασινάδα …   Dictionary of Greek

  • χλοοβριθής — ές, Ν (για τόπο) γεμάτος χλόη, γεμάτος πρασινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + βριθής (< βρίθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • χλωρασιά — και χλωρουσιά, η, Ν 1. χλωρή τροφή ζώων 2. (γενικά) χλόη, πρασινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός, κατά τα ουσ. σε α σιά (πρβλ. χορτ α σιά)] …   Dictionary of Greek

  • χορτάρι — το / χορτάριον, ΝΜΑ 1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα νεοελλ. κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.) αρχ. μικρός χόρτος*, μικρό περιβόλι, περιβολάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος +… …   Dictionary of Greek

  • χορταριά — η, Ν [χορτάρι] 1. χλόη, πρασινάδα 2. συνεκδ. έκταση καλυμμένη από Χλόη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»