-
1 πρασινάδα
-
2 πρασινάδα
[прасинада] ουσ. Θ. зелень, зеленый цвет,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρασινάδα
-
3 πρασινάδα
[прасинада] ουσ θ зелень, зеленый цвет. -
4 πρασινάδα
1) greenery2) greenswardΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρασινάδα
-
5 greenery
πρασινάδα -
6 greensward
πρασινάδα -
7 зелень
-и θ.1. αθρσ. πρασινάδα• χλόη, φύλλωμα•тут мало -и εδώ έχει λίγη πρασινάδα.
2. αθρσ. χόρτα φαγώσιμα• ζαρζαβατικά,3. το πράσινο χρώμα, πράσινος χρωματισμός. || πρασινωπή χροιά του προσώπου.4. πράσινο στρώμα, οξύδωση•медь покрылась -ью ο χαλκός σκεπάστηκε από πρασινάδα•
хлеб покрылся -ью το ψωμί, πρασίνισε (μούχλιασε).
5. πράσινη μπογιά. -
8 зелень
зелень ж 1) (растительность) η πρασινάδα, το γρασίδι 2) (овощи) τα λαχανικά, τα χορταρικά продавец \зеленьи ο μανάβης* * *ж1) ( растительность) η πρασινάδα, το γρασίδι2) ( овощи) τα λαχανικά, τα χορταρικάпродаве́ц зе́лени — ο μανάβης
-
9 лужайка
-
10 газон
газонм ἡ χλόη, ἡ πρασινάδα. -
11 дерн
дернм ἡ χλόη, τό χορτάρι, ἡ πρασινάδα. -
12 зелень
зеленьж1. ἡ χλόη, τό χορτάρι, ἡ πρασινάδα·2. собир. (овощи) τά λαχανι-κά. τά χορταρικά, τά ζαρζαβατικά·3. I (зеленая краска) τό πράσινο χρώμα, ἡ πράσινη μπογιά. -
13 озеленить
озеленитьсов, озеленять несов φυτεύω δένδρα, φυτεύω πρασινάδα -
14 тонуть
тонутьнесов1. βυθίζομαι, βουλιάζω/ πνίγομαι (о человеке):дерево не то́нет в воде τό ξύλο δέν βουλιάζει στό νερό2. перен πνίγομαι, χάνομαι:\тонуть в снегу βουλιάζω στό χιόνι· дома́ то́нут в зелени τά σπίτια χάνονται μέσα στήν πρασινάδα. -
15 трава
трав||аж τό χόρτο[ν], τό χορτάρι/ ἡ χλόη, ἡ πρασινάδα (на газоне):сорная \трава τά ἀγριόχορτα, τό ζιζάνιο, τό παράσιτο· морская \трава τά φύκια· лекарственные травы τό φαρμακευτικό φυτό, τό βοτάνι· косить \травау́ θερίζω χόρτο· ◊ \трава \травао́й, как \трава ἄνοστο σά χορτάρι· это давно \траваой поросло́ περασμένα ξεχασμένα· хоть \трава не расти φοδρνος νά μήν καπνίσει. -
16 утопать
утопа́||тьнесов1. см. тонуть·2. перен:\утопать в роскоши κολυμπώ στήν πολυτέλεια· \утопать в крови κολυμπώ στό αίμα· \утопать в зелени πνίγομαι στήν πρασινάδα· \утопать в долгах εἶμαι πνιγμένος στά χρέη. -
17 green
[ɡri:n] 1. adjective1) (of the colour of growing grass or the leaves of most plants: a green hat.) πράσινος2) (not ripe: green bananas.) άγουρος3) (without experience: Only someone as green as you would believe a story like that.) άπειρος, άμαθος4) (looking as if one is about to be sick; very pale: He was green with envy (= very jealous).) κιτρινοπράσινος2. noun1) (the colour of grass or the leaves of plants: the green of the trees in summer.) πράσινο2) (something (eg paint) green in colour: I've used up all my green.) πράσινο χρώμα3) (an area of grass: a village green.) πρασινάδα / πάρκο4) (an area of grass on a golf course with a small hole in the centre.) πράσινο μέρος γηπέδου γκολφ5) (concerned with the protection of the environment: green issues; a green political party.)•- greenish- greens
- greenfly
- greengage
- greengrocer
- greenhouse
- greenhouse effect
- the green light -
18 газон
[γκαζόν] οοσ. α πρασινάδα -
19 газон
[γκαζόν] ουσ α πρασινάδα -
20 газон
-а α.χλόη βραχεία, πρασινάδα•γρασίδι των πάρκων, γκαζόν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρασινάδα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σίλλης. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2… … Dictionary of Greek
πρασινάδα — η 1. χρώμα του πράσινου: Κι η περηφάνια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα (Βαλαωρίτης). 2. χλόη, χορτάρι, γρασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek
Prasinada (Xanthi), Greece — Prasinada ( el. Πρασινάδα) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece … Wikipedia
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek
χλοερότητα — η / χλοερότης, ότητος, ΝΜΑ [χλοερός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού χλοερού νεοελλ. πρασινάδα … Dictionary of Greek
χλοοβριθής — ές, Ν (για τόπο) γεμάτος χλόη, γεμάτος πρασινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + βριθής (< βρίθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χλωρασιά — και χλωρουσιά, η, Ν 1. χλωρή τροφή ζώων 2. (γενικά) χλόη, πρασινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός, κατά τα ουσ. σε α σιά (πρβλ. χορτ α σιά)] … Dictionary of Greek
χορτάρι — το / χορτάριον, ΝΜΑ 1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα νεοελλ. κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.) αρχ. μικρός χόρτος*, μικρό περιβόλι, περιβολάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος +… … Dictionary of Greek
χορταριά — η, Ν [χορτάρι] 1. χλόη, πρασινάδα 2. συνεκδ. έκταση καλυμμένη από Χλόη … Dictionary of Greek